- επιβατικός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες, που προορίζεται γι' αυτούς: Επιβατική αμαξοστοιχία.2. το ουδ. ως ουσ., επιβατικό (ενν. πλοίο), πλοίο που μεταφέρει επιβάτες, το ποστάλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.